περιπολίων

περιπολίων
περίπολις
street-walker
fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
περιπόλιον
station for
neut gen pl
περιπόλιος
lying rouna'
masc/fem/neut gen pl
περιπολέω
go round
pres part act masc nom sg (doric)
περιπολέω
go round
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”